Η υστεροσκοπηση είναι μια ανώδυνη και αξιόπιστη εξέταση, η οποία πραγματοποιείται προκειμένου να αντληθούν πολύτιμες πληροφορίες για το εσωτερικό της μήτρας. Πρόκειται πραγματικά για μια εντυπωσιακή μέθοδο η οποία στα χέρια εξειδικευμένων γιατρών αποτελεί αναμφισβήτητα ένα υπερπολύτιμο εργαλείο που μπορεί να συμβάλλει στην επίλυση σημαντικών γυναικολογικών προβλημάτων.
Το όργανο που χρησιμοποιούμε για την εξέταση αυτή λέγεται υστεροσκόπιο. Πρόκειται για έναν λεπτό σωλήνα διαμέτρου μερικών χιλιοστών, με οπτικές ίνες. Μεταφέρει φωτισμό, ενώ στο άκρο της υπάρχει κάμερα που προβάλλει εικόνες μέσα από μόνιτορ. Στην επεμβατική υστεροσκοπηση, το υστεροσκόπιο είναι λίγο μεγαλύτερο και έχει ειδικές θέσεις, προκειμένου να περνούν διάφορα ειδικά εργαλεία.
Η υστεροσκοπηση είναι γνωστή στην ιατρική κοινότητα ήδη από τον 19ο αιώνα, ωστόσο η εφαρμογή της καθυστέρησε αρκετά χρόνια μέχρι η τεχνολογία να αναπτυχθεί επαρκώς. Σήμερα, χάρις την εξέταση είναι δυνατόν να παρατηρήσουμε την κοιλότητα της μήτρας, το ενδομήτριο, τα μητριαία στόμια των σαλπίγγων και τον αυλό του τραχήλου. Ταυτόχρονα, μπορούμε να ανακαλύψουμε τυχόν ανατομικές ανωμαλίες, που μπορεί να παίζουν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο τόσο στην εν γένει υγεία της γυναίκας όσο και στα προβλήματα υπογονιμότητας που μπορεί να υπάρχουν.
Ακόμη, μπορούν να βρεθούν πολύποδες, ινομυώματα, δυσπλασίες ή και κακοήθειες και να ληφθούν βιοψίες με μεγάλη ακρίβεια. Μπορούν να αφαιρεθούν παθολογικά στοιχεία χωρίς τον κίνδυνο να παραμείνουν στον οργανισμό προβληματικοί ιστοί. Τέλος, σε μια δυσλειτουργική αιμορραγία της μήτρας, μπορεί να αφαιρεθεί το σύνολο της εσωτερικής επιφάνειας της μήτρας και να σταματήσει η περίοδος μιας γυναίκας που δεν επιθυμεί να τεκνοποιήσει.
Για την πραγματοποίηση της υστεροσκόπησης απαιτείται η διάταση της κοιλότητας της μήτρας. Αυτό επιτυγχάνεται με την χρήση αερίου διοξειδίου του άνθρακα ή φυσιολογικού ορού, που διοχετεύεται στην κοιλότητα της μήτρας μέσω μιας ειδικής θήκης η οποία προσαρμόζεται στο υστεροσκόπιο. Η θήκη μπορεί να είναι διαγνωστική ή επεμβατική και όπως είπαμε, είναι δυνατόν να εισέλθουν μικρά εργαλεία όπως λαβίδες, ψαλίδια ή μικρά ηλεκτρόδια.
Οι σύγχρονες θήκες προσφέρουν και τη δυνατότητα συνεχούς ροής, η οποία είναι χρήσιμη για τη δημιουργία καθαρού οπτικού πεδίου για την εκτέλεση υστεροσκοπικών επεμβάσεων. Το υστεροσκόπιο είναι συνδεδεμένο με πηγή ψυχρού φωτός συνήθως τύπου Xenon με ειδικό καλώδιο οπτικών ινών. Ο λαμπτήρας παράγει καθαρό λευκό φως, θερμοκρασίας αντίστοιχης με τη θερμοκρασία του ηλιακού φωτός. Στον προσοφθάλμιο φακό του υστεροσκοπίου προσαρμόζεται βιντεοκάμερα πολύ μικρού βάρους, που επιτρέπει την προβολή της εικόνας σε έγχρωμη οθόνη και τη μαγνητοσκόπηση της επέμβασης.
Γενικότερα, η υστεροσκοπηση θεωρείται καλό να πραγματοποιείται μετά την έμμηνο ρύση, δηλαδή τουλάχιστον μετά την 8η ημέρα της περιόδου. Η ασθενής έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί την εξέταση στην οθόνη και να ενημερώνεται από τον γιατρό για τα ευρήματα που πιθανόν μπορεί να υπάρχουν. Διαρκεί ανάλογα με το είδος της υστερεκτομής από μερικά λεπτά μέχρι μια ώρα, δεν απαιτείται παραμονή στο νοσοκομείο, ενώ ο πόνος μετά την επέμβαση δεν είναι ιδιαίτερα έντονος και αντιμετωπίζεται με απλά παυσίπονα. Εάν στην ασθενή έχει πραγματοποιηθεί διαγνωστική υστεροσκοπηση πιθανόν θα έχει μικρή ροή αίματος για μία με τρεις ημέρες ενώ στην επεμβατική για λίγες εβδομάδες. Μία εβδομάδα μετά την τελευταία φορά που υπήρχε ροή αίματος, επιτρέπεται και η σεξουαλική επαφή.
Η υστεροσκοπηση αποτελεί πολύ σημαντική εξέταση και για το πρόβλημα της υπογονιμότητας που αντιμετωπίζουν χιλιάδες ζευγάρια, καθώς μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για τη μορφολογία και το μέγεθος της ενδομητρικής κοιλότητας, όπως επίσης και για την ποιότητα του ενδομητρίου, του χώρου δηλαδή εμφύτευσης και φιλοξενίας του εμβρύου. Επίσης, των ενδομήτριων συμφύσεων, διαφραγμάτων, ινομυωμάτων, πολυπόδων που μπορεί να υπάρξουν αλλά και εκτίμηση της κατάστασης του ενδομητρίου.
Άλλωστε, η κύρια ένδειξη για την υστεροσκοπηση είναι η ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας, όπου απαιτείται εκτίμηση της παθολογίας της ενδομητρικής κοιλότητας και αποκλεισμός κακοήθειας. Μη φυσιολογική αιμόρροια μπορεί να είναι αποτέλεσμα ορμονικής ανισορροπίας, ή να οφείλεται, όπως είδαμε σε ύπαρξη καλοηθών όγκων, όπως πολύποδες και ινομυώματα, ξένου σώματος, σε χορήγηση ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης σε γυναίκες μετεμμηνοπαυσιακής ηλικίας, ή σε παρουσία καρκίνου του ενδομητρίου.