ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΡΑΧΗΛΟΥ


Η ανεπάρκεια τραχήλου είναι μια επιπλοκή της εγκυμοσύνης με την οποία έρχονται αντιμέτωπες πολλές γυναίκες. Ως ανεπάρκεια τραχήλου ορίζεται η υποτροπιάζουσα πρώιμη διαστολή του τραχήλου, δηλαδή η παθητική και ανώδυνη διαστολή του τραχήλου κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου της κύησης. Η ανεπάρκεια τραχήλου μπορεί να οφείλεται σε ιστορικό προηγούμενων ρήξεων του τραχήλου κατά τη διάρκεια του τοκετού, σε υπερβολική διαστολή του τραχήλου για απόξεση ή βιοψία, σε συγγενή κοντό τράχηλο ή ανωμαλίες του τραχήλου. Η ανεπάρκεια τραχήλου μπορεί να οδηγήσει σε αυτόματη έκτρωση (απώλεια της κύησης πριν από την 20η εβδομάδα) ή και σε πρόωρο τοκετό, για αυτό η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή της είναι ζωτικής σημασίας. Για την αντικειμενική διάγνωση αυτής της κατάστασης πραγματοποιείται υπερηχογραφικός έλεγχος κατά τον οποίο διαπιστώνεται κοντός τράχηλος, μήκους μικρότερου των 25 mm, που συχνά συνοδεύεται από χοανοειδή τράχηλο ή από εξάλειψη του έσω τραχηλικού στομίου. Η ανεπάρκεια τραχήλου μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε συντηρητικά είτε χειρουργικά. Η συντηρητική αντιμετώπιση περιλαμβάνει κλινοστατισμό και συμπληρώματα προγεστερόνης ή και αντιβιωτική αγωγή, ενώ η χειρουργική συνίσταται στην περίδεση του τραχήλου. Η τελευταία γίνεται με την τοποθέτηση μη απορροφήσιμου ράμματος γύρω από τον τράχηλο και ενδείκνυται όταν το μήκος του τραχήλου είναι μικρότερο από 20 έως 25 mm πριν την 23η έως 24η εβδομάδα κύησης.

Η αφαίρεση του ράμματος γίνεται κατά την 37η εβδομάδα κύησης ή κατά την έναρξη του αυτόματου τοκετού. Η ανεπάρκεια τραχήλου αποτελεί μια απειλητική κατάσταση για την εγκυμοσύνη, όμως η σωστή και επιμελής μαιευτική παρακολούθηση μπορεί να βοηθήσει ώστε να αντιμετωπιστεί με επιτυχία και να επιτευχθεί μια τελειόμηνη κύηση.