Ως υπογονιμότητα αναφέρουμε συνήθως την αδυναμία σύλληψης μετά από 6 – 12 μήνες τακτικών σεξουαλικών επαφών. Στους 6 μήνες η πιθανότητα ενός υγιούς ζευγαριού να συλλάβει είναι περίπου 80% . Η υπογονιμότητα είναι μια πολυπαραγοντική κατάσταση και αφορά συνήθως και τους δυο συντρόφους. Τα αίτια της υπογονιμότητας μπορεί να είναι λειτουργικά – ορμονικά ή οργανικά. Στα ορμονικά αίτια περιλαμβάνονται διαταραχές όπως υποθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης, συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων και άλλα, ενώ στον άντρα ορμονικά αίτια προκαλούν υπογοναδισμό – ολιγοασθενοσπερμία. Στα οργανικά αίτια υπογονιμότητας περιλαμβάνονται φλεγμονώδεις παθήσεις της κοιλιάς, απόφραξη σαλπίγγων, ινομυώματα ή συμφύσεις. Συχνή αιτία υπογονιμότητας είναι η ενδομητρίωση, αφού το 50% των υπογόνιμων γυναικών συχνά πάσχει από αυτή. Επίσης, κάποιες συγγενείς ανωμαλίες (εκ γενετής παθήσεις) που αφορούν τη δομή και το σχήμα της μήτρας , συνδέονται με επανειλημμένες αποβολές και άρα υπογονιμότητα. Επιπρόθετα, χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά και στη μήτρα, όπως άτεχνες διακοπές εγκυμοσύνης, μπορούν να οδηγήσουν σε ενδοπυελικές και ενδομητρικές συμφύσεις αντίστοιχα. Κρίσιμος παράγοντας είναι και η ηλικία που αποφασίζει μια γυναίκα να τεκνοποιήσει. Στην ηλικία των 38 ετών η πιθανότητα σύλληψης ανά μήνα είναι περίπου 20%, ενώ στα 40 η πιθανότητα αυτόματης σύλληψης πέφτει στο 3-7%.
Πολύ σημαντικό ρόλο στη γονιμότητα της γυναίκας παίζει το σωματικό της βάρος, αφού αυτό μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των ωοθηκών της. Συγκεκριμένα, λιποβαρείς γυναίκες με δείκτη μάζας σώματος (BMI) μικρότερο του 18,5 μπορεί να παρουσιάσουν διαταραχές του εμμηνορρυσιακού τους κύκλου και αμηνόρροια, ενώ γυναίκες με αυξημένο σωματικό βάρος έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών. Συνήθειες όπως η κατανάλωση αλκοόλ, η κατάχρηση καφεΐνης και το κάπνισμα επηρεάζουν αρνητικά τη γονιμότητα. Το κάπνισμα επιδρά αρνητικά στη σπερματογένεση, στην κινητικότητα και στη μορφολογία των σπερματοζωαρίων και προκαλούν βλάβες στο DNA τους. Όσον αφορά στη γυναίκα, η νικοτίνη μειώνει την παραγωγή ορμονών από το αναπτυσσόμενο ωοθυλάκιο και καθιστά δυσκολότερη τη γονιμοποίησή του από το σπερματοζωάριο. Παρ’ όλα αυτά, ο γυναικολόγος είναι ο πιο κατάλληλος για να συμβουλεύσει και να καθοδηγήσει τη γυναίκα στο πώς να διατηρήσει τη γονιμότητά της και να ελαχιστοποιήσει τους παράγοντες που την επηρεάζουν αρνητικά.
Ολιγοασθενοσπερμία εμφανίζεται στο 30% των περιπτώσεων υπογόνιμων ζευγαριών και χαρακτηρίζεται από χαμηλό αριθμό, χαμηλή συγκέντρωση και χαμηλή κινητικότητα σπερματοζωαρίων . Η ολιγοασθενοσπερμία οφείλεται σε ανωμαλίες ή σε απόφραξη του εκφορητικού συστήματος του άντρα (επιδιδυμίδα, σπερματικός πόρος, σπερματικά σωληνάρια). Μπορεί να προκληθεί από φλεγμονές, όπως είναι η επιδιδυμίτιδα, η προστατίτιδα, όπως επίσης και μετά από χρήση φαρμάκων ή ορμονικά αίτια. Άλλα αίτια ολιγοασθενοσπερμίας είναι η κληρονομικότητα, ανοσολογικοί παράγοντες, συστηματικά νοσήματα, περιβαλλοντικοί και διατροφικοί παράγοντες. Η ολιγοασθενοσπερμία οφείλεται ακόμη και σε μικροβιακούς παράγοντες, όπως είναι το κολοβακτηρίδιο και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Σε περίπτωση όπου ένας άντρας διαγνωσθεί με ολιγοασθενοσπερμία συνήθως ακολουθεί θεραπεία, που σκοπό έχει να αυξήσει τη συγκέντρωση των σπερματοζωαρίων και να βελτιώσει την κινητικότητά τους. Συχνή είναι η αγωγή με αντιοιστρογόνα (ταμοξιφαίνη) σε συνδυασμό με L-Καρνιτίνη. Συμβουλές όπως ελάττωση του βάρους, διακοπή καπνίσματος, μειωμένη κατανάλωση αλκοόλ, αποφυγή καθιστικής ζωής και καλύτερη δίαιτα, φαίνεται ότι έχουν θετική επίπτωση στην ποιότητα του σπέρματος. Η πλήρης και μη αντιμετωπίσιμη αζωοσπερμία αποτελεί ένδειξη για εξωσωματική γονιμοποίηση.
Οργανικά αίτια υπογονιμότητας μπορεί να είναι μια οσχεοκήλη – βουβωνοκήλη, ενώ ιστορικό παρωτίτιδος μπορεί να μειώσει τον αριθμό των σπερματοζωαρίων. Η εγχείρηση αποκατάστασης οσχεοκήλης φαίνεται να βελτιώνει τον αριθμό και την ποιότητα των σπερματοζωαρίων, ενώ ορμονικά σκευάσματα μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα του σπέρματος σε περιπτώσεις υπογοναδισμού.
Η αντιμετώπιση του υπογόνιμου ζευγαριού σα μονάδα με τη σωστή καθοδήγηση του ιατρού μπορεί να αποφέρει καλύτερα και συντομότερα αποτελέσματα.