Η γονιμότητα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για μια επιτυχή σύλληψη και εξασφαλίζει την ικανότητα αναπαραγωγής του ατόμου. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που έχουν επίδραση στο αναπαραγωγικό σύστημα και μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα. Στους κυριότερους από αυτούς ανήκει η ηλικία της γυναίκας, καθώς η γονιμότητά της μειώνεται αισθητά και σταθερά μετά την ηλικία των 35 ετών. Η σταδιακή μείωση του αριθμού των ωαρίων, η αύξηση του αριθμού των ωαρίων με χρωμοσωμικές ανωμαλίες, καθώς και τα ωάρια με περιορισμένη δυνατότητα ανάπτυξης είναι οι λόγοι που η αύξηση της ηλικίας κάνει λιγότερο πιθανή την εγκυμοσύνη. Η ηλικία του άντρα είναι και αυτός παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά τη γονιμότητα. Παρόλο που η γονιμότητα του άνδρα μειώνεται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς συγκριτικά με της γυναίκας, η πάροδος των ετών επηρεάζει τον όγκο του σπέρματος, την κινητικότητα, τη μορφολογία και τη γενετική δομή των σπερματοζωαρίων και μειώνει την παραγωγή τεστοστερόνης.
Πολύ σημαντικό ρόλο στη γονιμότητα της γυναίκας παίζει το σωματικό της βάρος, αφού αυτό μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των ωοθηκών της. Συγκεκριμένα, λιποβαρείς γυναίκες με δείκτη μάζας σώματος (BMI) μικρότερο του 18,5 μπορεί να παρουσιάσουν διαταραχές του εμμηνορρυσιακού τους κύκλου και αμηνόρροια, ενώ γυναίκες με αυξημένο σωματικό βάρος έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών. Συνήθειες όπως η κατανάλωση αλκοόλ, η κατάχρηση καφεΐνης και το κάπνισμα επηρεάζουν αρνητικά τη γονιμότητα. Το κάπνισμα επιδρά αρνητικά στη σπερματογένεση, στην κινητικότητα και στη μορφολογία των σπερματοζωαρίων και προκαλούν βλάβες στο DNA τους. Όσον αφορά στη γυναίκα, η νικοτίνη μειώνει την παραγωγή ορμονών από το αναπτυσσόμενο ωοθυλάκιο και καθιστά δυσκολότερη τη γονιμοποίησή του από το σπερματοζωάριο. Παρ’ όλα αυτά, ο γυναικολόγος είναι ο πιο κατάλληλος για να συμβουλεύσει και να καθοδηγήσει τη γυναίκα στο πώς να διατηρήσει τη γονιμότητά της και να ελαχιστοποιήσει τους παράγοντες που την επηρεάζουν αρνητικά.