ΕΞΕΤΑΣΗ ΜΑΣΤΟΥ


Η κλινική εξέταση του μαστού αποτελεί το τελευταίο μέρος της γυναικολογικής εξέτασης και δεν πρέπει να παραλείπεται, καθώς είναι εξίσου σημαντική. Η εξέταση του μαστού πρέπει να γίνεται στην πρώτη φάση του εμμηνορυσιακού κύκλου της γυναίκας, δηλαδή πριν την ωοθυλακιορρηξία, ούτως ώστε ο μαστός να βρίσκεται σε κατάσταση «ηρεμίας» από πλευράς ορμονικής διέγερσης. Η εξέταση του μαστού περιλαμβάνει αρχικά την επισκόπηση και έπειτα την ψηλάφηση των μαστών. Με την επισκόπηση γίνεται έλεγχος του δέρματος των μαστών για πιθανές ανωμαλίες, όπως η εισολκή της θηλής ή άλλης περιοχής του μαστού, η ερυθρότητα, η έκκριση της θηλής και όψη που μοιάζει με φλοιό πορτοκαλιού. Στη συνέχεια, ακολουθεί η ψηλάφηση των μαστών με τη γυναίκα να είναι αρχικά σε καθιστή θέση με τα χέρια στη μέση, και έπειτα ξαπλωμένη με τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Η ψηλάφηση των μαστών γίνεται με συστηματικό τρόπο, ώστε να ψηλαφηθεί ολόκληρος ο μαστός και να ελεγχθεί για τυχόν όζους ή διογκωμένους λεμφαδένες. Η κλινική εξέταση του μαστού έχει μεγάλη χρησιμότητα και αξία, διότι με αυτήν μπορεί να ανιχνευτεί καρκίνος του μαστού που δεν εντοπίστηκε στη μαστογραφία. Φυσικά, η εξέταση του μαστού εκτιμάται σε συνδυασμό με τη μαστογραφία και σε καμία περίπτωση δεν την αντικαθιστά. Το υπερηχογράφημα μαστών είναι μια ανώδυνη εξέταση χωρίς ακτινοβολία και χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις πυκνών μαστών ως συμπληρωματική εξέταση της μαστογραφίας. Δεν είναι εξέταση εκλογής για καρκίνο του μαστού και αναδεικνύει κυρίως συμπαγή μορφώματα όπως ινοαδενώματα και κύστεις. Καθοριστικό ρόλο στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού παίζει η κληρονομικότητα, όπως και διαιτητικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, καθώς και η χρήση διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Η εξέταση του μαστού συνοδεύεται πάντα από τη λήψη λεπτομερούς ατομικού και κληρονομικού ιστορικού σχετικά με την ύπαρξη καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών στο συγγενικό περιβάλλον της γυναίκας.