Η ενδομητριωση θεωρείται από την ιατρική κοινότητα ως ο ύπουλος εχθρός της γυναικείας γονιμότητας και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες γυναικολογικές παθήσεις. Πρόκειται για μια παθολογική κατάσταση που δημιουργείται όταν αναπτύσσονται στοιχεία ενδομητρίου εκτός από τη μήτρα και σε διάφορα άλλα όργανα ή δομές του σώματος. Το ενδομήτριο, είναι ο ιστός που φυσιολογικά επενδύει το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας. Όταν προκαλείται ενδομητριωση, αντί να αποκολλάται μαζί με το αίμα της εμμήνου ρύσης, τελικά αναπτύσσεται έξω από αυτήν. Συνήθως προσκολλάται σε όργανα της πυελικής περιοχής, όπως στις σάλπιγγες, στις ωοθήκες ή πίσω από τη μήτρα, ενώ κάποιες φορές επεκτείνεται στο έντερο και την ουροδόχο κύστη. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει και σε μέρη του σώματος που είναι μακριά από τα γεννητικά όργανα.
Η ενδομητριωση είναι καλοήθης πάθηση, ωστόσο μπορεί να αποτελέσει πηγή έντονων προβλημάτων. Οι ορμόνες που επιδρούν στο ενδομήτριο αυξάνουν το πάχος του και αυτό συμβαίνει προκειμένου να μπορέσει να υποδεχτεί το γονιμοποιημένο ωάριο και να το θρέψει τις πρώτες μέρες της ζωής του. Αν το ωάριο δεν γονιμοποιηθεί, το ενδομήτριο πέφτει χρησιμοποιώντας την φυσική οδό και δημιουργεί την έμμηνο ρύση. Οι εστίες της ενδομητρίωσης ανταποκρίνονται με τον ίδιο τρόπο στην περιοδική αλλαγή των ορμονών.
Οι στατιστικές αποκαλύπτουν πως μέχρι και το 10% των γυναικών μπορεί να πάσχουν από ενδομητριωση, ενώ μπορεί να παρουσιάσουν συμπτώματα μέχρι και πέντε χρόνια πριν την εμφάνιση της πάθησης (μέσος όρος ηλικίας τα 27 έτη). Αντίθετα, οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση πολύ σπάνια εμφανίζουν συμπτώματα καθώς σταματάει η περιοδική λειτουργία του ενδομητρίου μιας και οι ορμόνες εκλείπουν στην εμμηνόπαυση.
Πιθανότητα ενδομητρίωσης μπορεί να υπάρξει εάν η περίοδος ξεκίνησε σε πολύ μικρή ηλικία, εάν ο κύκλος είναι μικρότερος των 25 ημερών, εάν η περίοδος διαρκεί περισσότερες από επτά ημέρες και βεβαίως υπάρχει οικογενειακό ιστορικό. Το συχνότερο σύμπτωμα της ενδομητρίωσης είναι ο πόνος στο κάτω μέρος της κοιλιακής χώρας. Ωστόσο, μερικές γυναίκες δεν νιώθουν καθόλου πόνο, ενώ η μεγάλη έκταση της ενδομητρίωσης δεν συνεπάγεται απαραίτητα και περισσότερο πόνο. Άλλα συμπτώματα είναι: γαστρεντερικές ενοχλήσεις και επίμονη εντερική κινητικότητα στην εμμηνορρυσία, έντονοι πόνοι περιόδου με τάσεις χειροτέρευσης με την πάροδο του χρόνου, πόνοι κατά την σεξουαλική επαφή ή και μετά από αυτήν, αίμα ανάμεσα στις περιόδους, διάρροιες, μετεωρισμό, δυσκοιλιότητα κ.ο.κ.
Πέραν των συμπτωμάτων που θα οδηγήσουν στην υποψία ύπαρξης ενδομητρίωσης, η πλέον αξιόπιστη εξέταση που θα επιβεβαιώσει την πάθηση είναι αυτή της διαγνωστικής λαπαροσκόπησης. Πρόκειται για μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία που χρησιμοποιεί κάμερα με φως προσαρτημένο σε λεπτό τηλεσκόπιο, το οποίο ονομάζεται λαπαροσκόπιο. Με την λαπαροσκόπηση, βλέπουμε τις εστίες, το μέγεθος και την έκταση της ενδομητρίωσης ενώ λαμβάνουμε πολύτιμες πληροφορίες αναφορικά με τη γονιμότητα της γυναίκας.
Πληροφορίες μπορούμε να λάβουμε με φυσική εξέταση, ενδοκολπικό υπέρηχο και μαγνητική τομογραφία που μπορούν να υποδείξουν την ύπαρξη κύστεων ενδομητρίωσης στις ωοθήκες. Τέλος, ο βιοχημικός δείκτης CA 125 μπορεί να αυξηθεί σε περίπτωση ενδομητρίωσης αλλά δεν θεωρείται αξιόπιστος αφού δεν εμφανίζει πάντοτε αυξητικές τάσεις.
Η ηπιότερη θεραπευτική μέθοδος είναι η φαρμακευτική αγωγή με χορήγηση αναλγητικών για την ανακούφιση από τους πόνους. Σε περίπτωση που οι πόνοι επιμείνουν, συστήνεται ορμονοθεραπεία αυστηρά σε γυναίκες οι οποίες δεν έχουν προγραμματίσει κάποια εγκυμοσύνη. Η θεραπεία περιλαμβάνει αντισυλληπτικά που μειώνουν τις φυσικές ορμόνες που επιδρούν στο ενδομήτριο, προγεστερόνη που μειώνει την πάχυνση του ενδομητρίου στη μήτρα και στις υπόλοιπες εστίες, γοναδοτροπίνες που μειώνουν όλες τις ορμόνες και βάζουν τη γυναίκα σε μια κατάσταση «ψευτοεμμηνόπαυση», σταματώντας την περίοδο και δαναζόλη, μια ανδρική ορμόνη που μειώνει τα επίπεδα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης που ωστόσο έχει πάψει να χρησιμοποιείται από την πλειοψηφία των γυναικολόγων.
Όταν η ενδομητριωση είναι βαριάς μορφής, ενδείκνυται η χειρουργική θεραπεία με λαπαροσκόπηση, προκειμένου να αφαιρεθούν οι εστίες της. Η επέμβαση γίνεται με διαθερμία ή χρήση λέιζερ, δεν απαιτείται παραμονή στην κλινική, ενώ αν μια γυναίκα επιθυμεί να μείνει έγκυος, μπορεί να προσπαθήσει άμεσα. Μάλιστα μετά την θεραπεία, σταματά η ωορρηξία και η περίοδος και συμβαίνουν ορμονικές αλλαγές, οι ενδομητριωσικές εστίες συρρικνώνονται και γίνονται λιγότερο επώδυνες. Σε γενικές γραμμές όμως, μετά την περίοδο του θηλασμού, τα συμπτώματα που οφείλονται στην ενδομητριωση επιστρέφουν.